- συγκρατικός
- (I)-ή, -όν, Μ [συγκρατῶ]αυτός που ενισχύει κάποιον.————————(II)-ή, -όν, Α [σύγκρασις]συγκραματικός*.επίρρ...συγκρατικῶς Αμε συνδυασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκρατικός — in combination masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικόν — συγκρατικός in combination masc acc sg συγκρατικός in combination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικαῖς — συγκρατικός in combination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικαί — συγκρατικός in combination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικοῦ — συγκρατικός in combination masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικῆς — συγκρατικός in combination fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικῇ — συγκρατικός in combination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατική — συγκρατικός in combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρατικήν — συγκρατικός in combination fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇԱՐԱԿԱԼՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0470 Chronological Sequence: 8c ա. συγκρατικός, συνέχων commiscens եւ comprehendens, continens. Պինդ ունօղ. եւ Շարունակօղ. *Միաւորական իմն եւ շարակալու զօրութիւն իմասցուք (զսէրն). Դիոն. ածայ.: *կարօտ գոլ մարմնոց՝ շարակալուի, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)